- φυρατης
- φυρατήςφῡρᾱτής-οῦ и φῡράτης -ου ὅ досл. месильщик, перен. плут Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φυρατής — mixer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυρατής — ὁ, ΜΑ [φυρῶ] αυτός που εξαπατά, που προκαλεί σκόπιμα σύγχυση … Dictionary of Greek
φυρατοῦ — φυρατής mixer masc gen sg φυρατός kneaded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)